- διοικητικός
- -ή, -ό (AM διοικητικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοίκηση ή στον διοικητή2. ο ικανός, κατάλληλος να διοικείνεοελλ.Ι. το ουδ. ως ουσ. το διοικητικόη διοικητική ικανότηταII. (φρ)1. «διοικητικές διαφορές» — διαφορές ανάμεσα στο κράτος και στους διοικούμενους που αναφύονται από εκτελεστές διοικητικές πράξεις και σχετίζονται με τη λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας3. «διοικητικά δικαστήρια» — τα δικαστήρια στη δικαιοδοσία τών οποίων ανήκει η εκδίκαση και επίλυση τών διοικητικών διαφορών (Συμβούλιο Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο, φορολογικά δικαστήρια)4. «διοικητική αποκέντρωση» — η διεξαγωγή τών διοικητικών υποθέσεων σε κάθε διοικητική περιφέρεια, όχι από τα κεντρικά όργανα αλλά από τα περιφερειακά όργανα τής κεντρικής εξουσίας τα οποία έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα5. «διοικητική πράξη» — μονομελής δήλωση τής βούλησης ενός διοικητικού οργάνου που ορίζει κυριαρχικά από το περιεχόμενό της τί πρέπει να ισχύσει ως δίκαιο στις εξωτερικές σχέσεις τής διοικήσεωςαρχ.εύπεπτος.
Dictionary of Greek. 2013.